- μυριοαναστενάζω
- (Μ μυριοαναστενάζω και μυριαναστενάζω)αναστενάζω άπειρες φορές.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + ἀναστενάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυριαναστενάζω — (Μ μυριαναστενάζω) βλ. μυριοαναστενάζω … Dictionary of Greek